Οι Κύπριοι είναι από τους πιο υπερδανεισμένους λαούς στον κόσμο. Τα νοικοκυριά, οι ιδιώτες, οι επιχειρήσεις.

Περί το 2013, το ποσό δανεισμού έφτασε τα €55 δις., δηλαδή ήταν τριπλάσιο του ακαθάριστου εγχώριου προϊόντος της χώρας. Αυτό ήταν απόρροια της μεγάλης πίεσης που υπήρχε μέχρι τότε για δανεισμό από τις τράπεζες, αφού οι καταθέσεις είχαν φτάσει σε σημεία ρεκόρ με πολύ ψηλά πιστωτικά επιτόκια, κυρίως από ξένους. Ο δανεισμός αυτός ήταν επιπόλαιος και στηριζόταν σε υποθήκες υπερεκτιμημένων ακινήτων και όχι στην δυνατότητα αποπληρωμής των δανειοληπτών.

Μετά, ανάμεσα στα άλλα, καταθέσεις έφυγαν ή κουρεύτηκαν και τα τελευταία χρόνια συνεχίζουν να φεύγουν, αφού από πολλά ρώσικα κεφάλαια έγινε εκμετάλλευση της αμνηστίας και των κινήτρων της ρωσικής κυβέρνησης και επέστρεψαν στη Ρωσία.

Ο δανεισμός στις τράπεζες μας σήμερα ανέρχεται κοντά στα €49 δις. και το 43% ή €21 δις. είναι μη εξυπηρετούμενα. Τα €11 δις. εξακολουθούν και βρίσκονται στους ισολογισμούς των τραπεζών και τα €10 δις. έχουν αγοραστεί από επενδυτικά ταμεία (investment funds) σε πολύ χαμηλότερες τιμές.

Σίγουρα γίνονται κινήσεις, πρόνοιες, πωλήσεις δανείων και ο κάθε οργανισμός προσπαθεί να ωραιοποιήσει τη θέση του, αλλά εξακολουθεί να υπάρχει το πρόβλημα του πως και σε πόσο χρονικό διάστημα θα καταφέρει το παζάρι να τα απορροφήσει. Μια αγορά μικρή όπου υπάρχουν πολλές στρεβλώσεις, το μέσο ετήσιο εισόδημα τα τελευταία 6 χρόνια έχει ελαττωθεί, η ανεργία εξακολουθεί να βρίσκεται σε ψηλά επίπεδα και ο δείκτης ανισότητας επίσης, αφού οι τομείς που κινούνται και οι πωλήσεις διαβατηρίων δεν φαίνεται να επηρεάζουν θετικά την ευρύτερη κοινωνία στο σύνολο της.

Αντίθετα, η κτηματαγορά διογκώνεται και οι τιμές της, ακινήτων και ενοικίων, αυξάνονται, όχι σαν αποτέλεσμα προσφοράς και ζήτησης εγχώριας, αλλά λόγω κυρίως ζήτησης από ξένους.

Σε αυτό το περιβάλλον που περιγράψαμε καλούνται οι τράπεζες να διαχειριστούν τα ΜΕΔ (Μη Εξυπηρετούμενα Δάνεια) και ένας προσφιλής τρόπος που έχει αναπτυχθεί είναι η μεταβίβαση στις τράπεζες περιουσιακών στοιχείων έναντι χρέους (Debt for Asset Swap ή DFAS).

Με τον όρο «μεταβίβαση ακινήτου έναντι χρέους», εννοούμε την συναλλαγή/διαδικασία με την οποία η αξία ενός ακινήτου ανταλλάσσεται έναντι των χρεών ενός φυσικού/νομικού προσώπου.Οι κυπριακές τράπεζες έχουν αποκτήσει πάνω από 14,000 ακίνητα είτε μέσω εκποιήσεων είτε μέσω ανταλλαγών περιουσιακών στοιχείων έναντι χρεών. Αυτά τα ακίνητα παρουσιάζονται στις οικονομικές καταστάσεις των τραπεζών με σκοπό να πωληθούν. Ο Ενιαίος Εποπτικός Μηχανισμός (SSM) έδωσε οδηγίες στις διευθύνσεις των τραπεζών για επιτάχυνση της διαδικασίας διάθεσης των ακινήτων τους, καθώς η μακροπρόθεσμη ύπαρξη τους στους ισολογισμούς των τραπεζών δημιουργεί προβλήματα, αφού τα καθιστά αδρανή και μη-παραγωγικά στοιχεία ενεργητικού. Ένα ερώτημα που τίθεται εδώ είναι αν οι τράπεζες λόγω του μεγάλου χαρτοφυλακίου ακινήτων που διαθέτουν, μετατραπούν εν τέλει σε κτηματομεσιτικές οντότητες.

Σύμφωνα με οικονομικά στοιχεία της Τράπεζας Κύπρου και της Ελληνικής Τράπεζας, η αξία των ακινήτων που έχουν αποκτηθεί από τις εταιρείες Remu και APS μέσω ανταλλαγής ακινήτου έναντι χρέους, υπολογίζεται μέχρι τα τέλη του τρίτου τριμήνου του 2018 σε ποσό πέραν του €1,6 δις. Η διαδικασία του DFAS μπορούμε να πούμε πως έχει σαν αποτέλεσμα από τη μια τα ακίνητα αυτά (αρκετές φορές μάλιστα τα ακίνητα που ανταλλάσσονται αποτελούν «φιλέτα») να καταλήγουν από τις τράπεζες στα χέρια της εύπορης μειοψηφίας, είτε αυτή αποτελείται από Κύπριους είτε από ξένους επενδυτές. Ως επακόλουθο, η ανισότητα ανάμεσα στους εύπορους και τους μη, μεγαλώνει ακόμη περισσότερο. Από την άλλη όμως, πολλά από αυτά τα ακίνητα κάθε άλλο παρά φιλέτα είναι. Είναι χιλιάδες χωράφια, κυρίως γεωργικά και όχι άμεσα αξιοποιήσιμα, που απλώς μεταφέρονταν από γενεά σε γενεά και είχαν περισσότερο για τους κατόχους τους συναισθηματική αξία και που σήμερα βρίσκονται στα χέρια μεγάλων οργανισμών που δεν ξέρουν στο παρών στάδιο τι να τα κάνουν.

Η πρακτική του DFAS αποτέλεσε και αποτελεί κάποια λύση αλλά δεν ξέρουμε τι θα επιφέρει. Σίγουρα μετά την καταστροφή και τα συνεπακόλουθα του 2013, έπρεπε να παρθούν μέτρα και αυτό έγινε. Κάποια καλά, κάποια όχι τόσο, κάποια δούλεψαν, κάποια όχι. Μπορεί όμως σήμερα, 6 χρόνια μετά, να πρέπει σε ανύποπτο χρόνο να γίνει κάποιος πιο σωστός και μακροπρόθεσμος σχεδιασμός για την ευημερία της χώρας. Ο σχεδιασμός αυτός πρέπει να είναι προσεκτικός, να χτίζει σε στέρεο έδαφος και να καλύπτει όλες τις τάξεις του πληθυσμού. Κάποια μέτρα τα οποία ενδέχεται να βελτιώσουν την υφιστάμενη κατάσταση είναι:

  • Ο περαιτέρω εξορθολογισμός του τραπεζικού τομέα και καθεστώτος (ίσως και άλλες συγχωνεύσεις).
  • Η δημιουργία ειδικού δικαστηρίου στα θέματα αφερεγγυότητας με σκοπό την μείωση του χρόνου εκδίκασης υποθέσεων και εξειδίκευση ομάδας δικαστών σε τέτοια θέματα.
  • Η πάταξη της γραφειοκρατίας και της χαμηλής παραγωγικότητας.
  • Η προώθηση ικανών τεχνοκρατών σε καίριες θέσεις.
  • Η ύπαρξη πιο έντονης παρουσίας και εμπλοκής της Υπηρεσίας Αφερεγγυότητας στις διαδικασίες αναδιάρθρωσης δανείων.
  • Θεσμοθέτηση, αν χρειάζεται, υποχρεωτικής εμπλοκής Συμβούλου Αφερεγγυότητας ή Διαμεσολαβητή στις περιπτώσεις που υπάρχει αδιέξοδο στις προσπάθειες ρύθμισης ΜΕΔ.
  • Εμπλοκή του Χρηματοοικονομικού Επιτρόπου για σκοπούς ελέγχου.
  • Προώθηση του θεσμού του Εξεταστή (Examiner), με σκοπό τη διάσωση βιώσιμων επιχειρήσεων και θέσεων εργασίας πάνω σε αντικειμενικά κριτήρια.

 

Καταλήγοντας, η αγορά χρειάζεται τόνωση, κίνητρα και αισιοδοξία και αυτό μπορεί και πρέπει να γίνει κάτω από ένα ευνομούμενο μοντέλο όπου ο πολίτης νιώθει ότι το σύστημα τον μεταχειρίζεται δίκαια και δεν υπάρχει η ανάγκη της αλληλεξάρτησης πολίτη κόμματος για «να γίνει η δουλειά σου». Οι τράπεζες και οι δανειολήπτες είναι δεμένοι μεταξύ τους με χειροπέδες και η ευημερία του ενός εξαρτάται άμεσα από την ευημερία του άλλου.

[content_block id=45]